άστεγος

άστεγος
η , ο [ος , ον ]
1) не имеющий крова, оставшийся без крова; бездомный, бесприютный; 2) не имеющий собственного дома

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "άστεγος" в других словарях:

  • ἄστεγος — without roof masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστεγος — η, ο (AM ἄστεγος, ον) αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία αρχ. αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεγος < στέγη) …   Dictionary of Greek

  • άστεγος, -η — ο αστέγαστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄστεγον — ἄστεγος without roof masc/fem acc sg ἄστεγος without roof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέγους — ἄστεγος without roof masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέγων — ἄστεγος without roof masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέγῳ — ἄστεγος without roof masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστεγοι — ἄστεγος without roof masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Homelessness — is the condition and social category of people who lack housing, because they cannot afford, or are otherwise unable to maintain, regular, safe, and adequate shelter. The term homelessness may also include people whose primary nighttime residence …   Wikipedia

  • άνοικος — ἄνοικος, ον (Α) [οίκος] αυτός που δεν έχει σπίτι, άστεγος …   Dictionary of Greek

  • άσπιτος — η, ο αυτός που δεν έχει σπίτι, ο άστεγος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»